εξαρθρώνω — εξαρθρώνω, εξάρθρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαρθρώνω — εξάρθρωσα, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος, μτβ. 1. βγάζω από την άρθρωση, βγάζω (από την κλείδωση), στραμπουλίζω. 2. μτφ., προκαλώ την εξάρθρωση οργάνωσης, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεξαρθρώνω — εξαρθρώνω τελείως … Dictionary of Greek
καταχαρβαλώνω — (Μ) ξεχαρβαλώνω, εξαρθρώνω, αχρηστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω»] … Dictionary of Greek
αποσυνθέτω — 1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του 2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει 3. παραλύω, εξαρθρώνω … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… … Dictionary of Greek
εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εκκοκκίζω — και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω) βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς αρχ. 1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω 2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω 3. ξεριζώνω 4. κυριεύω, διαρπάζω 5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες … Dictionary of Greek
εκμοχλεύω — (AM ἐκμοχλεύω) 1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού 2. αποσπώ βίαια κάτι αρχ. 1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω 2. ιατρ. εξαρθρώνω … Dictionary of Greek